- αντεφίστημι
- ἀντεφίστημι (Α)αναδεικνύω κάποιον σ' ένα αξίωμα για ν' αντιμετωπίσω κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek